περικλείνω

περικλείνω
περικλείνω, περιέκλεισα βλ. πίν. 1

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικλείνω — Ν βλ. περικλείω …   Dictionary of Greek

  • περικλείνω — περιέκλεισα, περικλείστηκα, περικλεισμένος, κλείνω γύρω γύρω, περιφράζω, περικυκλώνω, περιβάλλω: Για να μεγαλώσουν τα δάση, η αρμόδια υπηρεσία περικλείνει με σύρμα μεγάλες εκτάσεις τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικλείω — ΝΜΑ, και περικλείνω Ν, και ιων. τ. περικληΐω, παλ. τ. περικλήω, Α [κλείω] 1. κλείνω κάτι γύρω γύρω, περιβάλλω, περιφράζω 2. περικυκλώνω νεοελλ. περιέχω, περιλαμβάνω, εμπεριέχω αρχ. 1. περιορίζω («εἰς τρία τὴν πραγματείαν περικλείειν», Στέφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • περικυκλώνω — περικυκλῶ, όω, ΝΜΑ περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς νεοελλ. στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ μσν. περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω αρχ. 1. περιέρχομαι 2. μέσ. περικυκλοῡμαι όομαι… …   Dictionary of Greek

  • περικλείω — περικλείω, περιέκλεισα βλ. πίν. 40 και πρβλ. περικλείνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυκλώνω — κύκλωσα, κυκλώθηκα, κυκλωμένος, περικυκλώνω, περιζώνω, περικλείνω κάτι ή κάποιον κυκλικά: Ο εχθρός κυκλώθηκε και αναμένεται η παράδοσή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιέχω — περιλαμβάνω, έχω μέσα μου, περικλείνω: Τα κιβώτια περιέχουν βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιτειχίζω — περιτείχισα, περιτειχίστηκα, περιτειχισμένος, περικλείνω κάτι με τείχος: Αν δεν περιτειχιζόταν μια αρχαία πόλη, βρισκόταν στη διάθεση των εχθρών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιτοιχίζω — περιτοίχισα, περιτοιχίστηκα, περιτοιχισμένος, περικλείνω κάτι με τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”